ὤγανον

ὤγανον
ὤγᾰνον, τό,
A = κνημίς 11, AB318, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὤγανον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ώγανον — τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) «κνημὶς ἁμάξης». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, η λ. έχει σχηματιστεί από την εκτεταμένη ετεροιωμένη μορφή ωγ τού θ. τού ἄγω (πρβλ. ἀγ ωγ ή), με επίθημα ανον, δηλωτικό οργάνου (πρβλ. ξό ανον). Κατ… …   Dictionary of Greek

  • περιώγανα — τὰ, Α (κατά τον Ησύχ.) α) «ἐπίσσωτρα» β) «οἱ δὲ τὰς κνημίας, αἵ περιπήγνυται ταῑς άμάξαις». [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ὤγανον κνημὶς ἁμάξης, Ησύχ.] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”